- δευτερολογώ
- δευτερολόγησα, μιλώ για δεύτερη φορά για το ίδιο θέμα: Ο υπουργός δευτερολόγησε για το θέμα της αστυνόμευσης των γηπέδων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δευτερολογώ — δευτερολογώ, δευτερολόγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δευτερολογώ — (Α δευτερολογῶ, έω) νεοελλ. μιλώ για δεύτερη φορά πάνω στο ίδιο θέμα για να αντικρούσω ισχυρισμούς άλλων ή να συμπληρώσω παραλείψεις τής πρώτης μου αγορεύσεως αρχ. 1. αγορεύω για δεύτερη φορά 2. αγορεύω δεύτερος … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek